- βιβλιοδετικός
- η , ό[ν] переплётный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βιβλιοδετικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τον βιβλιοδέτη ή τη βιβλιοδεσία 2. το θηλ. ως ουσ. βιβλιοδετική, η η τέχνη της βιβλιοδεσίας 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βιβλιοδετικά, τα η αμοιβή του βιβλιοδέτη για τη βιβλιοδεσία … Dictionary of Greek
βιβλιοδετικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στο βιβλιοδέτη ή αναφέρεται στη βιβλιοδέτηση: Οι σημερινές βιβλιοδετικές μηχανές είναι τεχνολογικά πολύ εξελιγμένες και φυσικά υπεραυτόματες. 2. το θηλ. ως ουσ., βιβλιοδετική η βιβλιοδεσία, η τέχνη του βιβλιοδέτη. 3. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)